μυοφόνον

μυοφόνον
μῠοφόνον, τό,
A wolf's bane, Aconitum Anthora, Thphr.HP6.1.4, 6.2.9; cf. μυηφόνον. [full] μυοχάνη, v. μυριοχαύνη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυοφόνον — wolf s bane neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοφόνου — μυοφόνον wolf s bane neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοκτόνος — ο (ΑΜ μυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος είδος τού φυτού ακονίτου, το… …   Dictionary of Greek

  • μυοφόνος — μυοφόνος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια αρχ. αυτός που σκοτώνει ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο φόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”